πανηγυριστής

πανημαδόν

πανῆμαρ
πανημαδόν [ᾰᾰ] adv. c. le suiv. Max. π. κατ. 182 ; Oracl. (Œnom. dans Eus. P.E. 214a).
Étym. πανῆμαρ, -δον.