παραϐλαστητικός

παραϐλαστικός

παραϐλέπω
παραϐλαστικός, ή, όν, qui pousse ou repousse à côté, Th. H.P. 1, 3, 3, vulg. corrigée en παραϐλαστητικός.
Étym. παραϐλαστάνω.