παράϐολος

παραϐόλως

παραϐομϐέω
παραϐόλως, adv. :
1 audacieusement, témérairement, Mén. 4, 259 Meineke ; Pol. 1, 44, 6 ; 16, 5, 6 ; Plut. Galb. 1 ||
2 à l’improviste, Pol. 1, 23, 7, etc. ||
Cp. -ώτερον, Plut. l.c.