παραφωτισμός

παραχαλασμάτιον

παραχαλάω-ῶ
παραχαλασμάτιον, ου (τὸ) [χᾰμᾰ] léger relâchement, Héron Aut. 268.
Étym. *παραχάλασμα, de παραχαλάω.