παραχαλκεύω

παραχάραγμα

παραχαράκτης
παραχάραγμα, ατος (τὸ) [χᾰ] fausse empreinte, Clém. 780 ; fig. Syn. Provid. 18, 1257 a Migne.
Étym. παραχαράσσω.