παραδακρύω

παραδαρθάνω

παράδειγμα
παρα·δαρθάνω (f. -δαρθήσομαι, ao. 2 παρέδαρθον, Od. 20, 88, d’où inf. poét. παραδραθέειν, Il. 14, 163) dormir auprès de, dat.