Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
παραδειγματίζω
παραδειγματικός
παραδειγματικῶς
παραδειγματικός,
ή, όν
[
μᾰ
] propre à servir d’exemple,
Phil.
1, 18 ;
Hermog.
Rhet.
145, 12
.
Étym.
παράδειγμα
.