παραδειγμάτιον

παραδειγματισμός

παραδειγματιστέον
παραδειγματισμός, οῦ () [μᾰ]
1 action de faire un exemple en infligeant une peine militaire, Pol. 15, 20, 15, etc. ||
2 peine infamante infligée pour l’exemple, Pol. 6, 38, 4.
Étym. παραδειγματίζω.