παραδεικτέον

παραδειπνέομαι-οῦμαι

παραδείπνιον
παρα·δειπνέομαι-οῦμαι, se passer de souper ||
E Ao. pass. παρεδειπνήθην, Th. Char. 8, 4 ; part. pf. παραδεδειπνημένος, Amphis (Ath. 423a).