παραδέκομαι

παραδεκτέος

παραδεκτικός
παραδεκτέος, α, ον, qu’on peut ou qu’il faut admettre, Plat. Rsp. 595a, etc. ; au neutre, Plat. Rsp. 378d.
Étym. vb. de παραδέχομαι.