παραδιαζεύγνυμι

παραδιαζευκτικός

παραδιαζευκτικῶς
παραδιαζευκτικός, ή, όν, qui marque mal ou à tort une disjonction, Dysc. (Bkk. p. 485, 18).
Étym. παραδιαζεύγνυμι.