παράγραμμα

παραγραμματίζω

παραγραμματισμός
παραγραμματίζω [μᾰ]
1 altérer par un changement de lettre : τινά, Timon (DL. 3, 26) le nom de qqn ||
2 changer une ou plusieurs lettres d’un mot, Str. 41.
Étym. παράγραμμα.