παραγραφή

παραγραφικός

παραγραφικῶς
παραγραφικός, ή, όν [ᾰφ] t. de droit, dilatoire : λόγος, Rhét. 3, 18 W. ; 5, 163 W., discours qui tend à transporter la connaissance d’une affaire à d’autres juges.
Étym. παραγραφή.