παραιϐατέω-ῶ

παραιϐάτης

Παραιϐάτης
παραιϐάτης, ου () [ϐᾰ] poét. et att. c. παραϐάτης, Il. 23, 132 ; Eur. Suppl. 677 ||
E Dans une inscr. att. CIA. 1, 5, 1 (500/456 av. J.-C.) ; v. Meisterh. p. 157, § 76, 6.