Παραίϐιος

παραιγιαλίτης

παραιγίαλος
παρ·αιγιαλίτης, ου [ᾰλ] adj. m. qui se trouve ou qui réside au bord de la mer, Cléarq. (Ath. 332c).
Étym. π. αἰγιαλός.