παραιτητέος

παραιτητής

παραιτητικός
παραιτητής, οῦ, adj. m.
1 qui demande grâce, qui prie, Phil. 1, 598, etc. ||
2 qui intercède pour un autre, Plut. Syll. 26.
Étym. παραιτέομαι.