Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
παρακατακλίνω
παρακαταλέγομαι
παρακαταλείπω
παρα·καταλέγομαι
(
ao. 2,
3 sg. sync.
παρκατέλεκτο
) se coucher
ou
être couché auprès de,
dat.
Il.
9, 566, 660
.