Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
παρακαταλείπω
παρακαταλογή
παρακαταπήγνυμι
παρα·καταλογή,
ῆς
(
ἡ
) changement de ton
ou
de rythme dans un récitatif,
Arstt.
Probl.
19, 6 ;
Plut.
M.
1140
f
.
Étym.
π. καταλέγω
.