Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
παρακαταθήκη
παρακαταθνῄσκω
παρακατάκειμαι
παρα·καταθνῄσκω
(
ao. 2 poét. 3 sg.
παρακάτθανε
) mourir auprès,
Anth.
9, 735
.