Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
παρακίναιδος
παρακινδύνευσις
παρακινδυνευτέον
παρακινδύνευσις,
εως
(
ἡ
) [
ῡ
] audace excessive, témérité,
Thc.
5, 100
.
Étym.
παρακινδυνεύω
.