παρακινδυνευτέον

παρακινδυνευτικός

παρακινδυνευτικῶς
παρακινδυνευτικός, ή, όν [] aventureux, téméraire, Plat. Soph. 242b ; Dém. 783, 11 ; en parl. d’une personne, App. Hann. 50.
Étym. παρακινδυνεύω.