Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
παρακίνημα
παρακινητικός
παρακινητικῶς
παρακινητικός,
ή, όν
[
κῑ
] qui a l’esprit dérangé,
Plut.
(
Eus.
P.E.
563
d
) ;
Phil.
2, 477
.
Étym.
παρακινέω
.