παρακλητεύω

παρακλητικός

παρακλητικῶς
παρακλητικός, ή, όν, propre à exhorter, à exciter, à encourager à, gén. Plat. Rsp. 523d, etc. ; DH. 4, 26 ; subst. τὰ παρακλητικὰ τοῦ πολέμου, DH. 4, 17, le signal de la guerre.
Étym. παρακαλέω.