παρακοίτης

παράκοιτις

παράκοιτος
παρά·κοιτις, ιος, ι, ιν () épouse, Il. 21, 479 ||
E Dat. épq. παρακοίτι [τῑ] Od. 3, 381 ; Hés. Sc. 14, 46.
Étym. π. κοίτη.