Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
παρακόλλημα
παρακόλλησις
παρακολλητικόν
παρακόλλησις,
εως
(
ἡ
) action de coller à, soudure,
Hpc.
Off.
745
.
Étym.
παρακολλάω
.