παρακολυμϐάω-ῶ

παρακομιδή

παρακομίζω
παρακομιδή, ῆς () [ῐδ]
1 action de transporter, transport, Thc. 7, 28 ; Pol. 10, 10, 13 ||
2 traversée, trajet, Thc. 5, 5 ; Pol. 3, 43, 3, etc.
Étym. παρακομίζω.