παράκουσις

παράκουσμα

παρακουσμάτιον
παράκουσμα, ατος (τὸ) [ᾰκ]
1 chose mal entendue ou mal comprise, Plat. Ep. 340b, etc. ; ἐκ παρακούσματος, DH. 9, 22, par méprise ; particul. doctrine mal comprise, Jul. Cæs. 330c ||
2 fausse histoire, Str. 317.
Étym. παρακούω.