παρακρέκω

παρακρέμαμαι

παρακρεμάννυμι
παρα·κρέμαμαι (seul. prés.) [μᾰ] être suspendu à, dépendre de : τὰ παρακρεμάμενα, Pol. 5, 35, 10, les parties accessoires.