Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
παρακροάομαι-οῶμαι
παρακρόασις
παρακροκίζω
παρακρόασις,
εως
(
ἡ
) [
ᾱσ
] action de ne pas écouter, désobéissance,
Jos.
A.J.
18, 8, 2
.
Étym.
παρακροάομαι
.