παράκρουσις

παρακρουσιχοίνικος

παρακρουσμός
παρακρουσι·χοίνικος, ος, ον [ῐῐ] qui trompe sur la mesure, propr. qui donne le coup de pouce au chenice, Corn. (Poll. 4, 169).
Étym. παρακρούω, χοῖνιξ.