παρακτικός

παράκτιος

παρακυπαρίσσιος
παρ·άκτιος, α, ον, qui se trouve sur le bord de la mer, Eschl. Pr. 836 ; Soph. Aj. 654, etc. ||
E Fém. -ος, Anth. 6, 167.
Étym. π. ἀκτή.