Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
παρακτάομαι-ῶμαι
παράκτησις
παρακτίδιος
παράκτησις,
εως
(
ἡ
) acquisition de propriétés nouvelles,
Clém.
1000
.
Étym.
παρακτάομαι
.