παράλαμψις

παραλανθάνω

Παραλάται
παρα·λανθάνω (ao. 2 παρέλαθον, etc.) être caché, Hdn 4, 15, 7 ; fig. être caché à, c. à d. ignoré ou inconnu de, Plat. Hipp. ma. 298b ; Isocr. 210d, etc.