Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
παραλειπτέον
παραλειπτικός
παράλειπτος
παραλειπτικός,
ή, όν,
qui laisse de côté :
μέθοδος παραλειπτική,
Rhét.
8, 657 W.
prétérition,
fig. de rhét.
Étym.
παραλείπω
.