παραλλαγή

παράλλαγμα

παραλλακτέον
παράλλαγμα, ατος (τὸ)
1 succession, échange de choses qui se succèdent, Hpc. Art. 792 ; Plut. Num. 18 ||
2 changement, différence, Str. 87.
Étym. παραλλάσσω.