παραμιλλάομαι-ῶμαι

παράμιλλος

παραμιμέομαι-οῦμαι
παρ·άμιλλος, ος, ον [ᾰμ] qui lutte contre, rival, Astydam. (Suid.), cf. Bgk Poet. lyr. t. 2, p. 326, 4e éd.