παραμηρίδιος

παραμήριον

παραμηχανάομαι-ῶμαι
παρα·μήριον, ου (τὸ) partie de la cuisse qui regarde l’autre cuisse, Diosc. 1, 130 ; Ruf. (Orib. 3, 391 B.-Dar.).
Étym. π. μηρός.