Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
παραναπίπτω
παραναπλήρωμα
παρανατείνω
παραναπλήρωμα,
ατος
(
τὸ
) achèvement, complément,
Dioph.
Mult. num.
7 ;
Eucl.
Elem.
1, 43
.
Étym.
π. ἀναπληρόω
.