παρανδρόομαι-οῦμαι

παρανεάτη

παρανείσομαι
παρα·νεάτη, Crat. (Com. fr. 2, 93) : p. contr. παρανήτη, ης () (s. e. χορδή) l’avant-dernière corde de la lyre, Arstt. Metaph. 4, 11 ; Plut. M. 1137c.
Étym. π. νήτη.