παρανίσσομαι

παρανίστημι

παρανίσχω
παρ·ανίστημι [ᾱν]
1 tr. lever auprès, Ath. 156c ||
2 intr. (ao. 2 παρανέστην et moy.) se lever auprès, Plut. Dem. 9 ; Jos. B.J. 2, 21, 1.