παραγινώσκω

παραγκάλισμα

παραγκιστρόω-ῶ
παρ·αγκάλισμα, ατος (τὸ) [κᾰ] ce qu’on tient embrassé, Soph. Ant. 650.
Étym. π. ἀγκαλίζομαι.