παρανομητικός

παρανομία

παράνομος
παρανομία, ας ()
1 violation de la loi, Dém. 808, 7 ; d’où illégalité, méfait, Thc. 4, 98 ; Plat. Rsp. 537e, etc. Isocr. 168c ; Dém. 808, 7 ; Pol. 3, 6, 13, etc. ||
2 violation des usages, des coutumes, singularité, Thc. 6, 15, etc. ; Plut. Alc. 6, 16.
Étym. παράνομος.