παράπαν

παραπάσσω

παραπαστόν
παρα·πάσσω, att. -πάττω, saupoudrer çà et là, Th. H.P. 5, 6, 10 ; Plut. M. 954a.
παρ·απάσσω, v. *παρ·αφάσσω.