παραπεριπατέω-ῶ

παραπέταμαι

παραπετάννυμι
παρα·πέταμαι, (d’où impf. 3 sg. sync. παρέπτατο) c. παραπέτομαι, Ar. Th. 1014 ||
E Prés. poét. παρπέταμαι, Call. Ep. 33.