παραφόρως

παράφραγμα

παραφράζω
παράφραγμα, ατος (τὸ)
1 palissade, barrière placée au long, Thc. 4, 115, etc. ||
2 rideau, tenture, Plat. Rsp. 514b ||
3 barre d’un tribunal, App. Civ. 2, 118.
Étym. παραφράσσω.