παράφρονος

παραφροσύνη

παραφρουρέω-ῶ
παραφροσύνη, ης ()
1 déraison, démence, folie, Hpc. Aph. 1244 ; Plat. Soph. 228d ||
2 délire, Hpc. Aph. 1258d.
Étym. παράφρων.