Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
παραπλέω
παραπληγία
παραπληγικός
παραπληγία,
ας
(
ἡ
) paralysie partielle
ou
légère,
p. opp. à
ἀποπληξία,
Hpc.
Epid.
1, 950
.
Étym.
cf.
παραπληξία
.