παραριγώσεις

παραριθμέω-ῶ

παραριπτόμενος
παρ·αριθμέω-ῶ [ᾰρι]
1 compter en outre, Plut. M. 78f ||
2 tromper par un compte inexact, Stob. Ecl. 2, 232.