παραρραγείς

παραρρᾳθυμέω-ῶ

παραρραίνω
παρα·ρρᾳθυμέω-ῶ [ᾱθῡ] se laisser aller à, négliger, gén. DS. 14, 16.
Étym. π. ῥᾳθυμέω.