παραρρίπτω

παραρροιζέομαι-οῦμαι

παράρρυθμος
παρα·ρροιζέομαι-οῦμαι, couler avec bruit auprès ou devant, Jos. B.J. 5, 2, 2.
Étym. π. ῥοιζέω.